Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

του κοκοφοίνικα

См. также в других словарях:

  • κοκόλιπος — το χημ. λιπαρά ύλη που λαμβάνεται με συμπίεση τής σάρκας τού πυρήνα τών καρπών τού κοκοφοίνικα και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, και ύστερα από εξευγενισμό της, στη βιομηχανία τροφίμων, αλλ. λίπος τού κόκο ή βούτυρο τού κόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. κόκο +… …   Dictionary of Greek

  • κόπρα — Η αποξηραμένη ψίχα (σαρκώδες ενδοσπέρμιο) της ινδικής καρύδας, δηλαδή του καρπού του κοκκοφοίνικα. Βλ. λ. κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος. * * * η βοτ. ενδοκάρπιο τού κοκοκαρύου από το οποίο έχει αφαιρεθεί το περίβλημα και το οποίο έχει υποστεί αποξήρανση …   Dictionary of Greek

  • φοινικόγαλο — το, Ν βοτ. το γαλακτώ δες σακχαρούχο υγρό τού ενδοσπερμίου τού καρπού τού κοκοφοίνικα, που είναι πλούσιο σε συστατικά και έχει ευχάριστη γεύση, αλλ. γάλα τής καρύδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας + γάλα] …   Dictionary of Greek

  • σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… …   Dictionary of Greek

  • φοινικέλαιο — το, Ν (βοτ. βιομ. τροφ. τεχνολ.) α) φυτικό έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τού ελαιοφοίνικα και το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη σαπωνοποιία β) το έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τού κοκοφοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος… …   Dictionary of Greek

  • Πολυνησία Γαλλική — Υπερπόντιο Έδαφος της Γαλλικής Δημοκρατίας, στην Ωκεανία, που αποτελείται από πάνω από μια εκατοντάδα νησιά και νησάκια, συναθροιζόμενων στις διοικητικές περιοχές Ιλ ντε λα Σοσιετέ (Προσήνεμα Νησιά, 1173 τ. χλμ. · Υπήνεμα Νησιά, 474 τ. χλμ. ·… …   Dictionary of Greek

  • καρύδα — η [καρύδι] 1. ο καρπός τού κοκοφοίνικα 2. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς …   Dictionary of Greek

  • κοκοκάρυο — το βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, κν. ινδική καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. noix de coco. Η λ. είναι νόθο σύνθ. διότι το α συνθετικό της είναι ξεν. προελεύσεως (βλ. κόκο) ενώ το β συνθετικό είναι απόδοση (noix «κάρυο,… …   Dictionary of Greek

  • κόιρ — το βοτ. ίνα που λαμβάνεται από τον καρπό τού κοκοφοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. coir < γλώσσα Ταμίλ τής νότιας Ινδίας kayiru] …   Dictionary of Greek

  • κόκος — ο (βοτ) επιστημονική ονομασία τού κοκοφοίνικα, γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες, που ανήκει στην τάξη αρεκώδη ή, σύμφωνα με άλλα ταξινομικά συστήματα, στην τάξη σπαδικανθή. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

  • φοινικοκάρυο — το, Ν βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, η καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + κάρυο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»